κέντρωνας

κέντρωνας
ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον]
νεοελλ.
1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας
2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων
μσν.
μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών
αρχ.
1. αυτός που έχει σημάδια από κεντρί, από κέντρισμα, που υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. ρούχο ραμμένο από πολλά κομμάτια υφάσματος, κουρέλι
3. σαμάρι γαϊδουριού
4. πάπ. καθαριστήρας τής γραφίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κέντρωνας — κέντρων one that bears the marks of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPITONES — apud Arnobium, adv. Gentes l. 5. Ergo dicendum est quosdam Captiones, silunculos, frontones etc. sunt quibus caput solitô vastius. Glossae veteres: Capito, κεφαλίων. Plautus vero duros Capitones facete appellavit parasitos quod ollas sibi in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέντρων — κέντρων, ὁ (ΑΜ) βλ. κέντρωνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”