- κέντρωνας
- ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον]νεοελλ.1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργωνμσν.μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητώναρχ.1. αυτός που έχει σημάδια από κεντρί, από κέντρισμα, που υποβλήθηκε σε βασανιστήρια2. ρούχο ραμμένο από πολλά κομμάτια υφάσματος, κουρέλι3. σαμάρι γαϊδουριού4. πάπ. καθαριστήρας τής γραφίδας.
Dictionary of Greek. 2013.